- ξανθοφυής
- ξανθοφυήςyellow by naturemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξανθοφυής — ξανθοφυής, ές (Α) αυτός που είναι εκ φύσεως ξανθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + φυής (< φύομαι), πρβλ. ιδιο φυής] … Dictionary of Greek
ξανθοφυῆ — ξανθοφυής yellow by nature neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ξανθοφυής yellow by nature masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ξανθοφυής yellow by nature masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθοφυεῖς — ξανθοφυής yellow by nature masc/fem acc pl ξανθοφυής yellow by nature masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek